- αναγέλασμα
- τό1) насмешка, осмеяние, издевательство; 2) предмет насмешек, издевательства; посмешище;
§ του κόσμου τ· αναγέλασμα τον κόσμο αναγέλα — посл, не смейся, квас, не лучше нас
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ του κόσμου τ· αναγέλασμα τον κόσμο αναγέλα — посл, не смейся, квас, не лучше нас
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναγέλασμα — το, ατος περιγέλασμα, εμπαιγμός: Του κόσμου τ αναγέλασμα τον κόσμο αναγέλα (παροιμ. φρ., ο περίγελος του κόσμου περιγελούσε τους άλλους) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναγέλασμα — το [αναγελώ] 1. εμπαιγμός, χλευασμός, κοροϊδία 2. ο άξιος εμπαιγμού, ο περίγελος τών άλλων … Dictionary of Greek